- πορθήσῃ
- πορθήσηι , πόρθησιςsackfem dat sg (epic)πορθέωdestroyaor subj mid 2nd sgπορθέωdestroyaor subj act 3rd sgπορθέωdestroyfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόρθηση — η / πόρθησις, ήσεως, ΝΑ [πορθώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πορθώ, εκπόρθηση, εκπολιόρκηση, άλωση αρχ. βίαιη αφαίρεση, λεηλασία, αρπαγή … Dictionary of Greek
πόρθηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του πορθώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)